- πορθεῖν
- πορθέωdestroypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пленовати — ПЛЕН|ОВАТИ (7*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Брать в плен: ѡнi же много зла створиша по земьли плѣнующе. сѣкуще и села жгуще. ЛЛ 1377, 145 об. (1207); || перен.: зѣло безмѣстьно мѹжа плѣнѹ˫а женами же побѣженѹ быти. (τὸν… ἑλόντα) ГА XIV1, 150б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek